Η Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης (ΕΕΠΦ), σεβόμενη το καταστατικό και τους στόχους της, είναι σύμφωνη με κάθε πραγματικό εκσυγχρονισμό της υπάρχουσας νομοθεσίας, στο βαθμό που αυτός αποβλέπει στη διόρθωση ατελειών και τη συμπλήρωση και επικαιροποίησή της, με κυρίαρχο σκοπό τη διασφάλιση της προστασίας του περιβάλλοντος, με τρόπο που δεν θα επιδέχεται καμία έκπτωση και καμία ανάμιξη ατομικών, πολιτικών ή/και επιχειρηματικών συμφερόντων.

Το υπό διαβούλευση Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας με τίτλο: «ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ» δείχνει όμως, φανερά και προκλητικά, ότι βασικό του μέλημα είναι η διευκόλυνση των διαδικασιών που κυρίως εξυπηρετούν επενδυτικά συμφέροντα, καθώς, οι διατάξεις που περιέχει δεν αποσκοπούν στη διασφάλιση της βιοποικιλότητας έναντι των κινδύνων που την απειλούν· αντιθέτως, οι διατάξεις του φαίνεται να αποσκοπούν στη διευκόλυνση των ιδιωτών κατά την αδειοδοτική διαδικασία εκτέλεσης έργων.

Συγκεκριμένα αυτό φαίνεται:

  1. Στα άρθρα του ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Α που «επιταχύνουν» και «διευκολύνουν» την διαδικασία αδειοδότησης
  2. Στα άρθρα του ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Γ που αφορούν το νέο σύστημα διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών και το Μητρώο Περιβαλλοντικών Οργανώσεων
  3. Στα άρθρα του ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Δ που αφορούν την τροποποίηση των χρήσεων γης στις προστατευόμενες περιοχές

Το εν λόγω Σχέδιο Νόμου έχει παρωχημένη λογική και, στην ουσία του, δεν συνυπολογίζει πραγματικά τις τρέχουσες κοινωνικοοικονομικές, κλιματικές και λοιπές περιβαλλοντικές προκλήσεις, τη σχεδιαζόμενη από την ΕΕ νέα στρατηγική για τη βιοποικιλότητα, το πλαίσιο της νέας Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας ‘Green Deal’ και τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ (SDGs), στους οποίους η χώρα κηρύττει ότι είναι προσηλωμένη. Επιφέρει βίαιες αλλαγές με δικαιολογία τη χωρίς προγραμματισμό, βεβιασμένη ενεργειακή μετάβαση της χώρας, λόγω της κλιματικής κρίσης, για την οποία την πλήρη ευθύνη έχει το τρέχον παρωχημένο γραμμικό μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης, το οποίο όμως συνεχίζεται και στο θέμα των ΑΠΕ. Στο μεγαλύτερο μέρος του το Σχέδιο Νόμου προβλέπει την κακώς νοούμενη ελαστικοποίηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, προκειμένου να επιταχυνθούν περαιτέρω οι διαδικασίες χωροθέτησης των ΑΠΕ (εν προκειμένω σχεδόν αποκλειστικά των βιομηχανικής κλίμακας αιολικών πάρκων, και όχι όλων των ΑΠΕ όπως θα ήταν το υγιές και ορθό).

Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν υπάρχει οιαδήποτε αναφορά στην επικαιροποίηση και εκσυγχρονισμό του ισχύοντος χωροταξικού για τις ΑΠΕ (2008), που δεν συνυπολογίζει την ανάγκη προστασίας της βιοποικιλότητας και της ήπιας ανάπτυξης. Αντίθετα, παραμένει το πεπαλαιωμένο καθεστώς στην κρίσιμη συγκυρία του κλεισίματος μεγάλου μέρους των περιβαλλοντικά επιζήμιων, και κυρίως «κοστοβόρων», λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, οι οποίες αντικαθίστανται σχεδόν αποκλειστικά από άναρχα, βιομηχανικής κλίμακας αιολικά πάρκα με σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και τις τοπικές κοινωνίες.

Καθώς το ΥΠΕΝ ζητεί συμπόρευση στην κοινή προσπάθεια αντιμετώπισης της παρούσας κατεπείγουσας συγκυρίας, θα περιμέναμε, το λιγότερο, να επισπεύσει τη διαδικασία διαμόρφωσης νέου χωροταξικού. Αντίθετα, φαίνεται ότι το ΥΠΕΝ παραμένει σε σχήμα ‘business as usual’, καθώς χρειάζεται περίπου 2,5 έτη προκειμένου να μπορεί να χωροθετήσει σωστά. Έτσι, επιλέγει την ουσιαστικά χωρίς περιορισμούς χωροθέτηση εντός περιοχών Natura 2000.

Ουδεμία μνεία γίνεται για την ανάγκη χρηματοδότησης της προστασίας οικοτόπων και ειδών, παρά μόνο για τον «εκσυγχρονισμό» και τη βελτίωση των διαδικασιών αδειοδότησης εντός προστατευόμενων περιοχών. Η ίδια η λέξη «εκσυγχρονισμός» αποτελεί απόδειξη της «με καθαρά επιχειρηματικές βλέψεις» προσέγγισης του ΥΠΕΝ, η οποία ουδεμία σχέση έχει με τα όσα ορίζονται σε μια βιώσιμη περιβαλλοντικά, οικονομικά και χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Η υιοθέτηση της λογικής αυτής και των ρυθμίσεων που την ακολουθούν, συνεπάγεται απεμπόληση της συνταγματικά κατοχυρωμένης υποχρέωσης προστασίας του περιβάλλοντος από το κράτος, παραβιάζει εξόφθαλμα τη θεμελιώδη για το ευρωπαϊκό δίκαιο περιβάλλοντος «αρχή της πρόληψης», ενώ, σε περιπτώσεις σχεδίων και έργων που επηρεάζουν το Δίκτυο Natura 2000, παραβιάζεται η οδηγία 92/43/ΕΟΚ, που ορίζει ότι οι εθνικές αρχές συμφωνούν για ένα σχέδιο «μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται».

Στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το Σχέδιο Νόμου, αναφορικά με τους Φορείς Διαχείρισης των Προστατευόμενων Περιοχών, ως κύριο επιχείρημα χρησιμοποιείται, χωρίς καμία επιστημονική τεκμηρίωση, το ότι «το μοντέλο [των ΦΔΠΠ] … στην πράξη αποδείχθηκε αναποτελεσματικό, καθώς, δεν υπήρξε συντονισμός στη διακυβέρνηση των περιοχών αυτών». Επαναλαμβάνονται, δε, τελείως ανακριβή επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν και στο “non paper” που κυκλοφόρησε το ΥΠΕΝ τον Φεβρουάριο του 2020.

Επιπλέον, καταργούνται αρμοδιότητες που οι ΦΔΠΠ είχαν μέχρι πρόσφατα, όπως η αρμοδιότητα γνωμοδότησης κατά τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης έργων, σχεδίων και δραστηριοτήτων στις περιοχές ευθύνης τους, καθώς και η παροχή στοιχείων και αιτιολογημένης γνώμης κατά τη διαδικασία κατάρτισης των σχεδίων διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τη φύλαξη και εποπτεία των περιοχών ευθύνης των νέων ΜΔΠΠ, όχι μόνο δεν υιοθετείται η πρόταση των περιβαλλοντικών οργανώσεων από 4/11/2019 για «υποχρεωτική συγκρότηση μικτών κλιμακίων διενέργειας περιπολιών στις ΠΠ», με τις αρμόδιες αρχές (αστυνομία, Λιμενικό Σώμα, διευθύνσεις δασών κ.λπ.), αλλά ούτε καν διευκρινίζεται αν θα εξακολουθήσουν να έχουν και στο μέλλον οι ΜΔΠΠ φύλακες/επόπτες (προσωπικό που θα μπορεί να περιπολεί σε τακτική αλλά και έκτακτη βάση, να εποπτεύει το χώρο αρμοδιότητας των Φορέων, να συγκεντρώνει δεδομένα για την επιστημονική παρακολούθηση οικοτόπων και ειδών και άλλες απαραίτητες πληροφορίες, να παρεμβαίνει σε περιπτώσεις αλληλεπίδρασης με κατοίκους ή άλλους χρήστες της περιοχής, μετά από κατάλληλη κατάρτιση και, γενικά, να επικοινωνεί μαζί τους στην ύπαιθρο, πρόσωπο-προς-πρόσωπο).

Επιπλέον, παραμένει το καθεστώς αβεβαιότητας και επισφάλειας για τους εργαζόμενους στους ΦΔΠΠ, πολλοί από τους οποίους είχαν «βάλει πλάτη» στο θεσμό για χρόνια,  χωρίς υποστήριξη από το ΥΠΕΝ, ενώ δεν θα αξιοποιηθεί η σημαντική τοπική εμπειρία που υπάρχει.

Στο εν λόγω Σχέδιο Νόμου δεν υπάρχει πρόβλεψη για τη μεταβατική περίοδο (ουσιαστική, με πλήρεις αναφορές επί του επιχειρησιακού σκέλους), γεγονός που οδηγεί στην πλήρη απαξίωση των περιοχών Natura 2000 για τα επόμενα έτη.

Είναι έκδηλη, επίσης, η προσπάθεια παράκαμψης της «δέουσας εκτίμησης» του άρθρου 6 παρ. 3 της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, για την αδειοδότηση έργων και επενδυτικών δραστηριοτήτων ακόμα στις πιο ευαίσθητες περιοχές της χώρας και του Δικτύου Natura 2000, ενώ δεν υπάρχουν προβλέψεις για τη σημαντική βιοποικιλότητα εκτός προστατευόμενων περιοχών. Εκτιμούμε ότι το νέο Σχέδιο Νόμου θα οδηγήσει σε ραγδαία επιδείνωση της περιβαλλοντικής προστασίας στο σύνολο των προστατευόμενων περιοχών της χώρας.

Ακόμα και σε άρθρα που κρίνονται θετικά (λ.χ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’ αρ. 59-63), δεν προσδιορίζονται τα επιχειρησιακά εργαλεία (χρηματοδοτικά, τεχνικά, κ.ο.κ.) τα οποία θα εξασφαλίσουν την αποτελεσματική υλοποίηση των προβλεπόμενων, γεγονός που καθιστά το Σχέδιο Νόμου μη βάσιμο, μη ρεαλιστικό, και τελικά επικίνδυνο για την βιοποικιλότητα και την ελληνική φύση στο σύνολό του.

Τέλος, ο χρόνος που δόθηκε για την υποβολή σχολίων σε ένα τόσο μεγάλο και σοβαρό Σχέδιο Νόμου ήταν ελάχιστος για ουσιαστική διαβούλευση με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Το σοβαρό αυτό θέμα είχαμε επισημάνει και με το αρ. πρωτ. 1945/6.3.2020 έγγραφο των περιβαλλοντικών ΜΚΟ, με το οποίο ζητούσαμε παράταση ή επέκταση του χρόνου διαβούλευσης, ώστε η διαδικασία να μην είναι απλά προσχηματική.

Για την ΕΕΠΦ η προστασία της βιοποικιλότητας είναι ταυτόχρονα προστασία της κοινωνίας και της οικονομίας της χώρας και πρέπει να αντιμετωπιστεί με την αρμόζουσα σοβαρότητα.

Για τον συγκεκριμένο σχολιασμό του σχεδίου νόμου, δείτε στο συνημμένο αρχείο τα σχόλια που κατέθεσε η ΕΕΠΦ από κοινού με την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία και την Καλλιστώ.